καλογήρων

καλογήρων
καλόγηρος
venerable
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλογερισμός — και καλογηρισμός, ο [καλόγερος] η νοοτροπία και ο τρόπος ζωής και ενεργειών τών καλογήρων …   Dictionary of Greek

  • καλογερίστικος — η, ο ο καλογερικός. επίρρ... καλογερίστικα με τον τρόπο τών καλογήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλόγερ ος + κατάλ. ίστικος, πρβλ. κουκλ ίστικος, παπαδ ίστικος] …   Dictionary of Greek

  • Αιθήκων, δήμος — Νέος δήμος (2.744 κάτ.) του νομού Τρικάλων, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου Νικολάου, Αθαμανίας, Βροντερού, Γαρδικίου, Δέσης, Δροσοχωρίου, Ελάτης, Καλογήρων, Νεραϊδοχωρίου (Χατζηπετρίου),… …   Dictionary of Greek

  • Πρόδρομος, Θεόδωρος — Λόγιος των χρόνων της βυζαντινής δυναστείας των Κομνηνών, πιθανός δημιουργός των προδρομικών (ή πτωχοπροδρομικών) ποιημάτων. Kέρδισε τη συμπάθεια των αυλικών κύκλων και του ίδιου του αυτοκράτορα –του Ιωάννη (1118 – 1143) και αργότερα του γιου του …   Dictionary of Greek

  • ράσο — το (λ. λατ.), εξωτερικό ένδυμα των κληρικών και των καλογήρων· «Το ράσο δεν κάνει τον παπά» (παροιμ. φράση), άλλο εξωτερική εμφάνιση κι άλλο πραγματική αξία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”